Γερμανικά » Αγγλικά

Pfusch <-[e]s> [pfʊʃ] ΟΥΣ αρσ kein πλ οικ

Pfusch
Pfusch
Pfusch
bodge [or botch] [job] οικ

pfu·schen [ˈpfʊʃn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. pfuschen (mogeln):

[bei etw δοτ] pfuschen

Βλέπε και: Handwerk

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Pfusch" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文