Γερμανικά » Αγγλικά

Op·po·si·ti·o·nel·le(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

op·po·si·ti·o·nell [ɔpozitsi̯oˈnɛl] ΕΠΊΘ

2. oppositionell ΠΟΛΙΤ:

opposition προσδιορ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Oppositionelle Oppositioneller" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文