Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Intimverkehr“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

In·tim·ver·kehr ΟΥΣ αρσ kein πλ ευφημ

Intimverkehr
intimate relations πλ ευφημ
[mit jdm] Intimverkehr haben

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

[mit jdm] Intimverkehr haben

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Dirnenlohn wurde vor dem Intimverkehr ausgehandelt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Intimverkehr" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文