Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Hochmütigkeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Hoch··tig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ

Hochmütigkeit → Hochmut

Βλέπε και: Hochmut

Hoch·mut [ˈho:xmu:t] ΟΥΣ αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dies hatte seiner Reputation sehr geschadet und ihm den Ruf der Hochmütigkeit eingetragen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Hochmütigkeit" σε άλλες γλώσσες

"Hochmütigkeit" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文