Γερμανικά » Αγγλικά

Hilfs·wil·li·ge(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

hilfs·wil·lig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Hilfswillige Hilfswilliger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文