Γερμανικά » Αγγλικά

II . ge·bie·ten* [gəˈbi:tn̩] ανώμ τυπικ ΡΉΜΑ αμετάβ

1. gebieten (herrschen):

to have control over sb/sth λογοτεχνικό

Erschließung ländlicher Gebiete phrase ΑΚΊΝ

Ειδικό λεξιλόγιο

Ge·biet <-[e]s, -e> [gəˈbi:t] ΟΥΣ ουδ

Gebiet (für Mikrozensuserhebung)

Ειδικό λεξιλόγιο
abgeschlossenes Gebiet ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
abgeschlossenes Gebiet ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
census tract αμερικ

Euro-Gebiet ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

rückständiges Gebiet phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文