Γερμανικά » Αγγλικά

Ent·seel·te(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ τυπικ

I . ent·seelt [ɛntˈze:lt] ΕΠΊΘ τυπικ

II . ent·seelt [ɛntˈze:lt] ΕΠΊΡΡ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Entseelte" σε άλλες γλώσσες

"Entseelte" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文