Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Entkrampfung“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Ent·kramp·fung <-, -en> ΟΥΣ θηλ

1. Entkrampfung (Lockerung):

Entkrampfung

2. Entkrampfung (Entspannung):

Entkrampfung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Im Vergleich zum Mittelalter gab es in der Frühen Neuzeit, bezüglich der Sexualität, eine Entkrampfung.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Entkrampfung" σε άλλες γλώσσες

"Entkrampfung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文