Γερμανικά » Αγγλικά

dor·ren [ˈdɔrən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein τυπικ

I . dör·ren [ˈdœrən] ΡΉΜΑ μεταβ +haben

to dry [out] sth χωριζ

II . dör·ren [ˈdœrən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文