Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Befreiungsversicherung“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Befreiungsversicherung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Eine Befreiungsversicherung ist eine private Versicherung mit dem Ziel sich von der gesetzlichen Versicherungspflicht zu befreien.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文