Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Autopoiese“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Autopoiese (Fähigkeit, sich selbst zu erneuern/bewahren) θηλ ειδικ ορολ
autopoiesis ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文