Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: estonien , ingestion και congestionner

estonien [ɛstɔnjɛ͂] ΟΥΣ αρσ

I . congestionner [kɔ͂ʒɛstjɔne] ΡΉΜΑ μεταβ

2. congestionner μτφ (embouteiller):

II . congestionner [kɔ͂ʒɛstjɔne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina