Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: chauffage , inchauffable και chauffagiste

II . chauffage [ʃofaʒ]

chauffagiste [ʃofaʒist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Heizungsmonteur(in) αρσ (θηλ)

inchauffable [ɛ͂ʃofabl] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina