Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s’acclimater“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

II . acclimater [aklimate] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. acclimater:

s'acclimater
s'acclimater plante:

2. acclimater (s'habituer):

s'acclimater à une maison
s'acclimater à la campagne

Παραδειγματικές φράσεις με s'acclimater

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
La nuit et la journée suivante sont alors passées à ce camp afin de s'acclimater à l'altitude.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina