Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'octroyer“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

II . octroyer [ɔktʀwaje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

s'octroyer qc
sich etw αιτ gönnen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Cela lui permet alors de s'octroyer un bonus de performance de la soirée.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina