Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'insulter“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

II . insulter [ɛ͂sylte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με s'insulter

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Ils passent leur temps à s'insulter et à se disputer.
fr.wikipedia.org
Ils continueront néanmoins de s'insulter dès qu'ils se voient.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina