Γαλλικά » Γερμανικά

I . enfler [ɑ͂fle] ΡΉΜΑ μεταβ

2. enfler απαρχ (grossir):

3. enfler απαρχ (gonfler):

III . enfler [ɑ͂fle] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

s'enfler

Παραδειγματικές φράσεις με s'enfler

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Adulte, le chapeau va s'étaler, prendre la forme d'un coussinet, ses bords vont se relever et son pied va s'enfler.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina