Γαλλικά » Γερμανικά

II . recourber [ʀ(ə)kuʀbe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

recourbé(e) [ʀ(ə)kuʀbe] ΕΠΊΘ

recourbe-cils <πλ recourbe-cils> [ʀ(ə)kuʀbsil] ΟΥΣ αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με recourbés

cils recourbés

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina