Γαλλικά » Γερμανικά

providentiel(le) [pʀɔvidɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ

2. providentiel ΘΡΗΣΚ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina