Γαλλικά » Γερμανικά

procréateurs [pʀɔkʀeatœʀ] ΟΥΣ

procréateurs αρσ πλ χιουμ:

procréateurs
Erzeuger Pl χιουμ

procréateur (-trice) [pʀɔkʀeatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina