Γαλλικά » Γερμανικά

opéré(e) [ɔpeʀe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

I . opérer [ɔpeʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. opérer (provoquer):

3. opérer (réaliser):

II . opérer [ɔpeʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. opérer (procéder):

III . opérer [ɔpeʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'opérer

1. opérer (se réaliser):

2. opérer ΙΑΤΡ:

Παραδειγματικές φράσεις με opérés

les grands opérés

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina