Γαλλικά » Γερμανικά

occulte [ɔkylt] ΕΠΊΘ

1. occulte (ésotérique):

3. occulte ΙΑΤΡ:

okkult ειδικ ορολ

occulter [ɔkylte] ΡΉΜΑ μεταβ

2. occulter (cacher à la vue):

Παραδειγματικές φράσεις με occultes

réserves occultes

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina