Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: moraliser , moralisateur , moraliste και moralisme

I . moraliser [mɔʀalize] ΡΉΜΑ αμετάβ

II . moraliser [mɔʀalize] ΡΉΜΑ μεταβ

I . moralisateur (-trice) [mɔʀalizatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ

II . moralisateur (-trice) [mɔʀalizatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ

moralisateur (-trice)
Moralprediger(in) αρσ (θηλ)

moralisme [mɔʀalism] ΟΥΣ αρσ

I . moraliste [mɔʀalist] ΕΠΊΘ

II . moraliste [mɔʀalist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Moralist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina