Γαλλικά » Γερμανικά

longuet [lɔ͂gɛ] ΟΥΣ αρσ

longuet

longuet(te) [lɔ͂gɛ, ɛt] ΕΠΊΘ οικ

un peu longuet

Παραδειγματικές φράσεις με longuet

un peu longuet

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Dans la plupart d'entre eux, la pièce est jugée surjouée, longuette, malsaine.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "longuet" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina