Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: lento , lente και lent

lent(e) [lɑ͂, lɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. lent (qui met du temps à opérer):

lent(e)

lente [lɑ͂t] ΟΥΣ θηλ

Nisse θηλ

I . lento [lɑ͂to] ΜΟΥΣ ΕΠΊΡΡ

II . lento [lɑ͂to] ΜΟΥΣ ΟΥΣ αρσ

Lento ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina