Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „inquisition“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

inquisition [ɛ͂kizisjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

inquisition a. ΙΣΤΟΡΊΑ, ΘΡΗΣΚ μειωτ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "inquisition" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina