Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „impudicité“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

impudicité [ɛ͂pydisite] ΟΥΣ θηλ λογοτεχνικό

impudicité

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Cette loi vise à réprimer l'impudicité.
fr.wikipedia.org
Quintilien le classe dans les « objets de mépris » à cause de son « impudicité ».
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "impudicité" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina