Γαλλικά » Γερμανικά

II . immerger [imɛʀʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με immergée

la partie cachée [o invisible o immergée] de l'iceberg μτφ ιδιωτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina