Γαλλικά » Γερμανικά

flouer [flue] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

reinlegen οικ

I . flou [flu] ΟΥΣ αρσ

1. flou:

2. flou ΚΙΝΗΜ, ΦΩΤΟΓΡ:

flou artistique ειρων

3. flou (non ajustement):

4. flou (imprécision):

Unklarheit θηλ

II . flou [flu] ΕΠΊΡΡ

flou(e) [flu] ΕΠΊΘ

2. flou (non ajusté):

Παραδειγματικές φράσεις με floue

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "floue" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina