Γαλλικά » Γερμανικά

I . flétrir [fletʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. flétrir:

2. flétrir (rider):

3. flétrir λογοτεχνικό (déshonorer):

4. flétrir ΙΣΤΟΡΊΑ:

II . flétrir [fletʀiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se flétrir

2. flétrir (se rider) visage:

Παραδειγματικές φράσεις με flétries

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina