Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „déchargée“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . décharger [deʃaʀʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. décharger (débarrasser de sa charge):

5. décharger (tirer):

arme déchargée

II . décharger [deʃaʀʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. décharger ΗΛΕΚ:

III . décharger [deʃaʀʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ (éjaculer)

Παραδειγματικές φράσεις με déchargée

arme déchargée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina