Γαλλικά » Γερμανικά

chef-d'œuvre <chefs-d'œuvre> [ʃɛdœvʀ] ΟΥΣ αρσ

hors-d'œuvre [ˊɔʀdœvʀ] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ

main-d'œuvre <mains-d'œuvre> [mɛ͂dœvʀ] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina