Γαλλικά » Γερμανικά

butée [byte] ΟΥΣ θηλ ΤΕΧΝΟΛ

butée
Anschlag αρσ

I . buter [byte] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. buter (heurter):

2. buter (faire face à une difficulté):

über etw αιτ stolpern

II . buter [byte] ΡΉΜΑ μεταβ

1. buter:

2. buter οικ (tuer):

umlegen οικ

III . buter [byte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Αναζητήστε "butée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina