Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bustier , fustiger και désobliger

fustiger [fystiʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. fustiger λογοτεχνικό (flageller):

geißeln λογοτεχνικό

2. fustiger (critiquer):

bustier [bystje] ΟΥΣ αρσ

1. bustier (sous-vêtement):

Bustier ουδ

2. bustier (vêtement):

Korsage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina