Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „bénignité“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

bénignité [beniɲite] ΟΥΣ θηλ

1. bénignité:

bénignité d'une maladie
Gutartigkeit θηλ
bénignité d'une maladie
Harmlosigkeit θηλ

2. bénignité απαρχ (qualité d'une personne):

bénignité
Güte θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Nota : en fonction des traductions bibliques, les mots : charité sont remplacés par amour, longanimité par patience, serviabilité ou bénignité par bienveillance, fidélité par foi.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bénignité" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina