Γαλλικά » Γερμανικά

accru(e) [akʀy] ΕΠΊΘ

II . accroitreNO, accroîtreOT [akʀwɑtʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με accrue

Johannistrieb αρσ χιουμ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "accrue" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina