Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: panacher και épancher

II . épancher [epɑ͂ʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. épancher ΙΑΤΡ:

2. épancher τυπικ (se confier):

panacher [panaʃe] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina