Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: titulariser , titulaire και titularisation

II . titulaire [titylɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ

1. titulaire ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ, ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:

Beamte(r) αρσ /Beamtin θηλ

3. titulaire (bénéficiaire):

Bezieher(in) αρσ (θηλ)
Garantieempfänger(in) αρσ (θηλ) ειδικ ορολ

titularisation [titylaʀizasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΣΧΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina