Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: corriger , uniformiser , formique , fustiger , voltiger και affliger

II . corriger [kɔʀiʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. corriger (se désaccoutumer):

I . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

II . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

voltiger [vɔltiʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. voltiger (voler çà et là):

2. voltiger (flotter légèrement):

fustiger [fystiʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. fustiger λογοτεχνικό (flageller):

geißeln λογοτεχνικό

2. fustiger (critiquer):

formique [fɔʀmik] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina