Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: encens , rennais , renne , renier , rente και renon

renne [ʀɛn] ΟΥΣ αρσ

Ren[tier ουδ ] ουδ

encens <πλ encens> [ɑ͂sɑ͂] ΟΥΣ αρσ

renon [ʀənɔ͂] ΟΥΣ αρσ Βέλγ

rente [ʀɑ͂t] ΟΥΣ θηλ

2. rente (emprunt d'État):

Rentenpapier ουδ

II . rente [ʀɑ͂t] ΝΟΜ

II . renier [ʀənje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina