Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mensonge και mensonger

mensonge [mɑ͂sɔ͂ʒ] ΟΥΣ αρσ

2. mensonge sans πλ (action, habitude):

Lügen ουδ

mensonger (-ère) [mɑ͂sɔ͂ʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina