Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: diligenter και ligoter

ligoter [ligɔte] ΡΉΜΑ μεταβ

1. ligoter:

jdn an etw αιτ fesseln [o. binden]

2. ligoter (priver de liberté):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina