Γαλλικά » Γερμανικά

émule [emyl] ΟΥΣ αρσ θηλ λογοτεχνικό

1. émule (concurrent):

Wetteiferer αρσ /Wetteiferin θηλ

2. émule (imitateur):

Nacheiferer αρσ /Nacheiferin θηλ
faire des émules

émuler [emyle] ΡΉΜΑ μεταβ Η/Υ

Παραδειγματικές φράσεις με émules

faire des émules

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina