s'endette στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για s'endette στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.endetté (endettée) [ɑ̃dete] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

endetté → endetter

Βλέπε και: endetter

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
non content de ne rien faire, il s'endette

Μεταφράσεις για s'endette στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
debtor προσδιορ country, nation
leveraged ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ company
indebted ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ company, country, economy

s'endette στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για s'endette στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για s'endette στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

s'endette Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Il dépense sa propre fortune considérable et s'endette pour équiper l'expédition.
fr.wikipedia.org
La faïencerie ne fonctionne pas très bien, ne vend pas assez, et s'endette.
fr.wikipedia.org
Le néopathe s'endette facilement pour satisfaire son besoin irrépressible d'objet nouveau.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski