habitante στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για habitante στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

habitant (habitante) [abitɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

1. habitant (personne):

habitant (habitante) (de ville, pays, région)
loger chez l'habitant ΣΤΡΑΤ

Μεταφράσεις για habitante στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
habitante θηλ de l'île de Man
habitant/-e αρσ/θηλ
habitant/-e αρσ/θηλ
habitant/-e αρσ/θηλ de l'Iowa
habitant/-e αρσ/θηλ des îles Malouines
habitant/-e αρσ/θηλ de la campagne

habitante στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για habitante στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για habitante στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
habitant(e) αρσ(θηλ)
habitant(e) αρσ (θηλ)
habitant(e) αρσ (θηλ) de Glasgow
habitant(e) αρσ (θηλ) du sud
habitant(e) αρσ (θηλ) de Philadelphie
habitant(e) αρσ (θηλ)
habitant(e) αρσ (θηλ) des bas quartiers
habitant(e) αρσ (θηλ) καναδ γαλλ
habitant(e) αρσ (θηλ) de la côte Est des USA

habitante Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

habitant(e) αρσ (θηλ) de la côte Est des USA
habitant(e) αρσ (θηλ) de Philadelphie
habitant(e) αρσ (θηλ) du sud
habitant(e) αρσ (θηλ) des bas quartiers
habitant(e) αρσ (θηλ) de Glasgow
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
L'attestation mentionne, à la troisième personne, une habitante du village, non signataire, qui aurait vu la même chose l'avant-veille du pèlerinage.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "habitante" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski