Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: novelist και sniveling

I . sniv·el·ling [ˈsnɪvəlɪŋ], sniv·el·ing ΟΥΣ no πλ

II . sniv·el·ling [ˈsnɪvəlɪŋ], sniv·el·ing ΕΠΊΘ προσδιορ

snivelling person, manner:

nov·el·ist [ˈnɒvəˈlɪst] ΟΥΣ

romanopisec(romanopiska) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina