Αγγλικά » Σλοβενικά

I . whizz [(h)wɪz], whiz ΡΉΜΑ αμετάβ

1. whizz οικ:

2. whizz μτφ time:

the holidays just whizzed past

3. whizz αμερικ αργκ (urinate):

II . whizz [(h)wɪz], whiz ΡΉΜΑ μεταβ ΜΑΓΕΙΡ

III . whizz [(h)wɪz], whiz ΟΥΣ

1. whizz usu ενικ επιβεβαιωτ οικ (expert):

bistra glava θηλ

2. whizz αμερικ αργκ:

whiz(z) kid ΟΥΣ

whiz(z) kid
čudežni otrok αρσ
whiz(z) kid
genij αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με whizzed

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "whizzed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina