Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: muscle-bound , muscleman , stoned και muscle

ˈmus·cle-bound ΕΠΊΘ

ˈmus·cle·man ΟΥΣ

mišičnjak αρσ
gorila θηλ οικ

mus·cle [ˈmʌsl̩] ΟΥΣ

1. muscle (contracting tissue):

mišica θηλ

2. muscle μτφ (influence):

vpliv αρσ
moč θηλ

stoned [stəʊnd] ΕΠΊΘ

2. stoned αργκ (drugged):

3. stoned αργκ (drunk):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina