Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „leaded“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά

(Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)

I . lead·ed [ˈledɪd] ΕΠΊΘ

1. leaded (of fuel):

leaded

2. leaded (of windows):

leaded

II . lead·ed [ˈledɪd] ΟΥΣ no πλ

leaded

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina