Αγγλικά » Σλοβενικά

self-im·ˈposed ΕΠΊΘ

II . im·pose [ɪmˈpəʊz] ΡΉΜΑ αμετάβ to impose on sb

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "imposed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina